πολλαπλάσιος

πολλαπλάσιος
πολλαπλᾰσι-ος, α, ον (ος, ον Alcid.Soph.28), [dialect] Ion. [suff] πολλαπλᾰσι-πλήσιος, η, ον, ([etym.] πολύς)
A many (or a number of) times as many or as large, Hdt.3.135, 8.140.

α'; π. πρὸς πολλοστημόριον Arist.Metaph.1020b27

; π. ἤπερ . . , ἢ . . , many times as many as . ., many times more or larger than . . , Hdt.4.50, al., Pl.R.530c: c. gen., Hdt.7.48, Antipho 3.2.10, Th. 4.94, etc.; π. τινὸς τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ the same multiple of . . , Archim. Spir.19Cor.; also π. τινὸς κατὰ τοὺς ἑξῆς ἀριθμούς ib.Praef. Adv.

-ίως Hp.Acut.62

, Epicur.Nat.111 G., Archim.Aren.1.2, D.C.44.39, etc.;

π. ταχύ Anaxag.9

: neut. pl. as Adv., X.Cyr.1.5.9.
II π. ἀναλογία, prob. geometrical progression, Arist.APo.78a1.
III πολλαπλάσιον, τό, a multiple: in pl., ἰσάκις π. equimultiples, Euc.5 Def.5; ὡσαύτως π. the same multiples, Id.5.15.
IV Adv.

-ίως

by multiplication,

Dam.Pr.148

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλάσιος — many masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλάσιος — α, ο / πολλαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, ίη, ον, Α 1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν) ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλάσιος — α, ο ο πολλές φορές μεγαλύτερος από άλλον: Θα σου δώσω πολλαπλάσια απ όσα βγάζεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολλαπλασίω — πολλαπλάσιος many masc/neut nom/voc/acc dual πολλαπλάσιος many masc/neut gen sg (doric aeolic) πολλαπλασιόω multiply pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίων — πολλαπλάσιος many fem gen pl πολλαπλάσιος many masc/neut gen pl πολλαπλασίων masc/fem nom sg πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίως — πολλαπλάσιος many adverbial πολλαπλάσιος many masc acc pl (doric) πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλάσιον — πολλαπλάσιος many masc acc sg πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc sg πολλαπλασίων masc/fem voc sg πολλαπλασίων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλήσιον — πολλαπλάσιος many masc acc sg (ionic) πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc sg (ionic) πολλαπλήσιος masc acc sg πολλαπλήσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιώτερα — πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίαις — πολλαπλάσιος many fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίη — πολλαπλάσιος many fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”